μενετός — inclined to wait masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μενετά — μενετός inclined to wait neut nom/voc/acc pl μενετά̱ , μενετός inclined to wait fem nom/voc/acc dual μενετά̱ , μενετός inclined to wait fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μενετοῖο — μενετός inclined to wait masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μενετοί — μενετός inclined to wait masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
μενετικός — μενετικός, ή, όν (Α) [μενετός] 1. αυτός που μένει σταθερός σε κάτι, υπομονητικός, καρτερικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μενετικόν η υπομονή, η καρτερικότητα, η σταθερότητα … Dictionary of Greek